Η στοχευμένη μελέτη για την υπογεννητικότητα από την HOPEgenesis, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πειραιώς και την υποστήριξη του Ομίλου Eurolife ERB, αποτελεί εργαλείο για την διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής δημογραφικής πολιτικής.
Η πρώτη στοχευμένη έρευνα για το μείζον θέμα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα, αναδεικνύει τα πολυάριθμα «γιατί» του δημογραφικού ζητήματος, προσδιορίζοντας τόσο τους κοινωνικούς παράγοντες όσο και τη διαφορετικότητα των αιτιών του. Η ερευνητική αυτή μελέτη, μια πρωτοβουλία της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης για την υπογεννητικότητα HOPEgenesis, εκπονήθηκε από το Εργαστήριο Διαχείρισης Κινδύνων & Ασφαλίσεων του Τμήματος Στατιστικής & Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιά, με την υποστήριξη του Ομίλου Eurolife ERB, ο οποίος συνεργάζεται ήδη με τη HOPEgenesis, στο πλαίσιο του προγράμματος εταιρικής κοινωνικής του ευθύνης. Σε μια βαθύτερη ανάγνωση της ελληνικής κοινωνίας, με στοιχεία που προέρχονται από τη βάση της, και των αναστολών στη γεννητικότητα που προκάλεσαν η οικονομική κρίση και οι επιβαρυμένες κεντρικές δομές υγείας και κοινωνικής υποστήριξης, η έρευνα εξετάζει αναλυτικά τις πτυχές του ζητήματος και τις παθογένειές του. Ακριβώς, γιατί με κοινό παρανομαστή το πρόβλημα της υπογεννητικότητας, οι λύσεις για ένα ευοίωνο μέλλον διαφοροποιούνται σε κάθε σημείο της Ελλάδας αναλόγως με τις τοπικές συνθήκες διαβίωσης, τις ανάγκες και προτεραιότητες.
Με τίτλο «Διερεύνηση των παραγόντων που δημιουργούν το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα», η παρουσίαση σε εκπροσώπους του Τύπου της ερευνητικής μελέτης που υλοποίησε η πανεπιστημιακή ομάδα του Πανεπιστημίου Πειραιά, με επικεφαλής τον Καθηγητή Χρηματοοικονομικών Μαθηματικών κ. Αθανάσιο Κυριαζή, πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του Ομίλου Eurolife ERB την Τετάρτη 30 Οκτωβρίου, σηματοδοτώντας τη δυναμική μιας ολοκληρωμένης αντίληψης του προβλήματος, ως εργαλείο για την διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής δημογραφικής πολιτικής.
Νωρίτερα την ίδια μέρα, ο Δρ. Στέφανος Χανδακάς (Ιδρυτής & Πρόεδρος της HOPEgenesis) και η Βουλευτής Α’ Αθηνών κ. Όλγα Κεφαλογιάννη (Πρέσβης της HOPEgenesis για την προώθηση του έργου της ανατροπής της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα) συναντήθηκαν με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Προκόπιο Παυλόπουλο, του παρουσίασαν το μείζον πρόβλημα της υπογεννητικότητας και του παρέδωσαν την έρευνα.
Ο κ. Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου Eurolife ERB, τόνισε στην εναρκτήρια ομιλία του την έμπρακτη υποστήριξη στις δραστηριότητες της HOPEgenesis, σημειώνοντας ότι «η Eurolife ERB βρίσκεται δίπλα σε κάθε άνθρωπο που θέλει να διεκδικεί περισσότερα από την κάθε ημέρα. Αφουγκράζεται τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα, γι’ αυτό και αναπτύσσει πρωτοβουλίες για την εξομάλυνσή τους. Μία τέτοια πρωτοβουλία είναι και η συνεργασία μας με τη HOPEgenesis και το Εργαστήριο Διαχείρισης Κινδύνων & Ασφαλίσεων του Τμήματος Στατιστικής & Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιά, το οποίο υλοποίησε την έρευνα αυτή. Το ζήτημα της υπογεννητικότητας έχει πολλαπλές προεκτάσεις για το μέλλον της χώρας, επηρεάζοντας μια σειρά από παράγοντες που αφορούν την ανάπτυξή της. Μόνο διερευνώντας τους παράγοντες του προβλήματος, θα είμαστε σε θέση, ως χώρα, να σχεδιάσουμε τις σωστές λύσεις. Με την έρευνα αυτή γίνεται ένα σημαντικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση – μια κατεύθυνση στην οποία θα συνεχίσουμε να επενδύουμε ως εταιρεία, μέσα από δράσεις πανελλαδικής εμβέλειας, σε συνεργασία με τη HOPEgenesis».
Παναγιώτης Ξένος, Διδάσκων Πανεπιστημίου Πειραιώς, Αθανάσιος Κυριαζής, Καθηγητής Χρηματοοικονομικών Μαθηματικών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Μέλος της Επιτροπής Μεντόρων της HOPEgenesis, Όλγα Κεφαλογιάννη, Βουλευτής Α’ Αθηνών & Πρέσβης της HOPEgenesis για την προώθηση του έργου της ανατροπής της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα, Στέφανος Χανδακάς, Ιδρυτής & Πρόεδρος HOPEgenesis, Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος Eurolife ERB και Μιλτιάδης Νεκτάριος, Καθηγητής Ασφαλιστικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Πειραιώς
Στη συνέχεια ο ιδρυτής και πρόεδρος της HOPEgenesis γυναικολόγος- χειρουργός, Δρ. Στέφανος Χανδακάς διευκρίνισε ότι, «Η HOPEgenesis, στην προσπάθειά της να αλλάξει το αρνητικό πρόσημο γεννήσεων – θανάτων της χώρας μας, ζήτησε από το Πανεπιστήμιο Πειραιά την περαιτέρω διερεύνηση του πολυπαραγοντικού προβλήματος της υπογεννητικότητας. Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε το Εργαστήριο Διαχείρισης Κινδύνων και Ασφαλίσεων του Τμήματος Στατιστικής & Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς για την πολύτιμη συνεργασία και τον Όμιλο Eurolife ERB που έκανε αυτήν την έρευνα πραγματικότητα. Αυτές οι συνέργειες μεταξύ του επιχειρηματικού τομέα, της επιστημονικής κοινότητας και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων είναι σημαντικό να γίνονται για να μπορέσουμε να τεκμηριώσουμε και να προτείνουμε τις πιο ουσιαστικές λύσεις».
Ως πρέσβης της οργάνωσης HOPEgenesis για την προώθηση του έργου της ανατροπής της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα. η κ. Όλγα Κεφαλογιάννη ανέφερε ότι, «Είναι πολύ σημαντικό ότι ο ιδιωτικός τομέας, θεσμικοί και επιστημονικοί φορείς συνεργάζονται με ΜΚΟ για να πάνε τον τόπο μπροστά. Ως πρέσβης είμαι δίπλα σε όλους σας και ανυπομονώ να ακούσω τα αποτελέσματα της έρευνας».
Η Εισαγωγή για την έρευνα παρουσιάστηκε από τον κ. Μιλτιάδη Νεκτάριο (Καθηγητή Ασφαλιστικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Πειραιώς) η Ανάλυση της έρευνας από τον κ. Παναγιώτη Ξένο (Διδάσκων Πανεπιστημίου Πειραιώς, ενώ τα Συμπεράσματα της έρευνας παρουσίασε ο κ. Αθανάσιος Κυριαζής.
ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα το πρόβλημα της υπογεννητικότητας εκτείνεται σε όλη τη χώρα και αποτυπώνεται ανάλογα με τις διαμορφωμένες ανάγκες σε τρεις γεωγραφικές ζώνες-περιοχές: (α) στις ακριτικές, ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές, (β) στις ημιαστικές περιοχές, και (γ) στις αστικές περιοχές.
Η δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες Υγείας, το υψηλό κόστος προγεννητικού ελέγχου, το υψηλό κόστος τοκετού και ελέγχου της κύησης είναι βασικοί λόγοι που απαντώνται στην έρευνα στις ακριτικές ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές, ενώ π.χ. η δυσκολία πρόσβασης σε βρεφονηπιακό σταθμό στις ημιαστικές περιοχές. Είναι βέβαιο, ότι απαιτούνται μέτρα οικονομικής υποστήριξης στις μητέρες και αποτελεί αξιοσημείωτη αναφορά το στοιχείο ότι, «…όσο αυξάνονται οι οικονομικές απολαβές μιας γυναίκας, μειώνεται ο αριθμός των βρεφών που γεννάει. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και στις δυτικές χώρες με την αύξηση των εργασιακών επιλογών των γυναικών» (Chabé-Ferret, 2019).
Οι παράγοντες που συντελούν στην αποδόμηση κάθε επιθυμίας για τεκνοποίηση, επηρεάζοντας ένα ζευγάρι να μην αποκτήσει παιδιά, ποικίλουν, αλλά κυρίως συνοψίζονται:
O πρώτος, η αβεβαιότητα, στον εργασιακό χώρο. Ο δεύτερος παράγοντας έχει τρεις διαστάσεις: την διαθεσιμότητα υπηρεσιών υγείας, την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας. Ο τρίτος και κυριότερος παράγοντας είναι ο οικονομικός, αφενός μεν λόγω της οικονομικής κρίσης, αφετέρου δε λόγω της μεγάλης σημασίας που έχει το οικογενειακό εισόδημα κατά τη διάρκεια της ζωής ενός παιδιού όπως και ο παράγοντας του διαθέσιμου χρόνου που αποτελεί έναν περιορισμό κυρίως στα πρώτα χρόνια ζωής των τέκνων. Συνεπώς, η επίπτωση του εισοδήματος έχει έναν πιο μακροχρόνιο ορίζοντα.
Ο στόχος της παρούσας μελέτης επικεντρώνεται στη διερεύνηση όλων των παραγόντων που επηρεάζουν την γονιμότητα των νέων ζευγαριών και η συγκεκριμένη έρευνα- μοντέλο μελέτης έχει διεξαχθεί σε υποσύνολο του πληθυσμού, με εκπεφρασμένο ενδιαφέρον για την έναρξη της διαδικασίας τεκνοποίησης. Ένα σημαντικό εύρημα, όπως σημειώνεται, είναι ότι το 86% των ενδιαφερομένων θα προχωρούσε άμεσα σε διαδικασία τεκνοποίησης, εφόσον καλύπτονταν οι ιατρικές δαπάνες κύησης και τοκετού.
Η δειγματοληψία της έρευνας πραγματοποιήθηκε την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2019 σε δείγμα 121 ενήλικων ατόμων προερχόμενων από το αρχείο της αστικής μη κερδοσκοπικής οργάνωσης HOPEgenesis, και πρόκειται για ζευγάρια τα οποία συμμετείχαν σε προγράμματα επιδότησης για την διαδικασία γεννήσεως τέκνου ή για ζευγάρια που ενδιαφέρονται για να ενταχθούν μελλοντικά στα εν λόγω προγράμματα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η μεγαλύτερη προτεραιότητα, για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας «έγκειται στην αναστροφή των πτωτικών τάσεων στη γονιμότητα του γηγενούς πληθυσμού. Για να επιτευχθεί αυτό, σημειώνεται ότι, πρώτη προϋπόθεση είναι η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη της χώρας, σε μακροχρόνια βάση, ούτως ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στις προοπτικές των ιδίων και των οικογενειών τους. Στη συνέχεια, πρέπει να εκπονηθεί μια εθνική πολιτική οικονομικής ενίσχυσης των οικογενειών για τις δαπάνες εγκυμοσύνης και, κυρίως, τοκετού, καθώς και των δαπανών για βρεφονηπιακούς σταθμούς».
«….Οι περιοχές με μικρό πληθυσμό, ακριτικές ηπειρωτικές με δύσκολη πρόσβαση σε δομές υγείας και ακριτικά νησιά, αλλά και ορεινές ημιαστικές περιοχές παρουσιάζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα υπογεννητικότητας. Και αυτό γιατί οι κεντρικές δομές υγείας, λόγω της γεωγραφικής τους ιδιαιτερότητας, αδυνατούν να προσφέρουν ικανοποιητικές υπηρεσίες υγείας σε αυτές τις περιοχές. Η τοπική παρουσία γυναικολόγου ή μαίας, ακόμα και υποτυπώδους κέντρου υγείας είναι αδύνατη, ενώ η παρουσία του αγροτικού ιατρού δεν δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας και ηρεμίας στις γυναίκες, προκειμένου να πάρουν τη δύσκολη απόφαση για εγκυμοσύνη. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι υπάρχει μια τελείως διαφορετική προσέγγιση στις γυναίκες αυτές, οι οποίες στην πλειοψηφία τους είναι νέες και υγιείς γυναίκες, τη στιγμή που παίρνουν την μεγάλη απόφαση να κάνουν ένα παιδί.
Το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν αφορά τις γυναίκες κατοίκους ημιαστικών και αστικών περιοχών, όπου οι δομές υγείας είναι ικανοποιητικές όσον αφορά τόσο στην απόσταση, όσο και στην ποιότητα της υπηρεσίας. Τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουν είναι διαφορετικά, οικονομικού περιεχομένου, αλλά και κυρίως στοιχείων που έχουν να κάνουν με τη σύνδεση της μητρότητας με τις συνθήκες και το κανονιστικό πλαίσιο της εργασίας, κάτι που φαίνεται και από τη συγκεκριμένη μελέτη.
Στις ακριτικές ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές υπάρχει πρόβλημα επάρκειας ιατρικών υπηρεσιών κατά την φάση της εγκυμοσύνης καθώς και του τοκετού. Σε αυτές τις περιοχές χρειάζεται σαφέστατη ενίσχυση των ιατρικών υπηρεσιών, είτε μέσω κεντρικών δομών υγείας, είτε μέσω οργανισμών-φορέων που υποστηρίζουν ιατρικά τις περιοχές αυτές. Απαιτείται οικονομική υποστήριξη για τα σχετικά ιατρικά έξοδα κατά την εγκυμοσύνη και τον τοκετό, αλλά δεν είναι έντονο το πρόβλημα της έλλειψης βρεφονηπιακών σταθμών.
Στις ημιαστικές περιοχές υπάρχει διαθεσιμότητα κατάλληλων ιατρικών υποδομών, αλλά επιζητείται οικονομική ενίσχυση για ιατρικές δαπάνες κύησης και τοκετού, και, κατά περίπτωση, για δαπάνες βρεφονηπιακών σταθμών, προκειμένου να πάρουν τη δύσκολη απόφαση να δημιουργήσουν οικογένεια.
Στις αστικές περιοχές το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι τα πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας καθώς και οι περιορισμοί που επιβάλλει το εργασιακό περιβάλλον στις γυναίκες που θα επιθυμούσαν να τεκνοποιήσουν. Απαραίτητη προϋπόθεση για τεκνοποίηση είναι η κάλυψη των ιατρικών δαπανών κύησης και τοκετού καθώς και οι δαπάνες βρεφονηπιακών σταθμών. Επίσης, πρέπει να επανεξεταστεί το πλαίσιο που διασυνδέει την μητρότητα με την εργασία στις ημιαστικές και αστικές περιοχές, ακολουθώντας διαδικασίες και δομές δοκιμασμένες από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να υποστηριχτεί η μητρότητα παράλληλα με την εργασία. Στον τομέα αυτόν, η χώρα μας υστερεί σημαντικά σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες» .
Τα συμπεράσματα δείχνουν ότι: δεν υπάρχουν γενικές λύσεις για όλες τις περιπτώσεις σε σχέση με το γηγενή πληθυσμό, αλλά θα πρέπει να σχεδιαστούν επιμέρους πολιτικές για την βελτίωση του δείκτη γεννήσεων ανάλογα με το επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των περιφερειών της χώρας.
Οι πολιτικές υγείας οφείλουν να στοχεύουν στο να αυξάνουν το σχετικό εισόδημα, το οποίο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της γεννητικότητας. Και οι πολιτικές προσαρμογές οφείλουν να στοχεύουν στην αύξηση του σχετικού εισοδήματος ώστε να μειώσουν το οικονομικό φορτίο των νοικοκυριών.
Για την ανατροπή της υπογεννητικότητας του πληθυσμού στη χώρα, θα πρέπει να εκπονηθεί μια συνολική στρατηγική που θα βασίζεται στο γεγονός της υπερεπάρκειας πόρων από την πλευρά της «προσφοράς υπηρεσιών υγείας» με μία πολιτική οικονομικής υποστήριξης και υποδομών.